- τηλεφωτογραφία
- η телефотография
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τηλεφωτογραφία — Σύστημα τηλεπικοινωνίας που προορίζεται για τη μεταβίβαση και λήψη εξ αποστάσεως φωτογραφιών ή σχεδίων. Η αρχή λειτουργίας της τ. είναι σε γενικές γραμμές όμοια με αυτή της τηλεόρασης, με τη διαφορά ότι η αναπαραγόμενη εικόνα αποτυπώνεται σε ένα… … Dictionary of Greek
τηλεφωτογραφία — η 1. φωτογραφία που παίρνεται με ειδικό τηλεφακό. 2. η μεταβίβαση φωτογραφιών, σχεδιασμάτων κτλ. με ηλεκτρικά μέσα σε μεγάλες αποστάσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… … Dictionary of Greek
τηλεστερεογραφία — η, Ν [τηλεστερεογράφος] η τηλεφωτογραφία … Dictionary of Greek
τηλεφωτογράφιση — η, Ν βλ. τηλεφωτογραφία … Dictionary of Greek
τηλεφωτογραφικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τηλεφωτογραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. telephotographic < τηλ(ε) * + φωτογραφικός. Η λ., στον λόγιο τ. τού ουδ. τηλεφωτογραφικόν (μηχάνημα), μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Εστία] … Dictionary of Greek